θεσμοφόρος

θεσμοφόρος
-ο (ΑΜ θεσμοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτης
αρχ.
1. (το θηλ. ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια τής γης, τον καταρτισμό τής κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ.
2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόρος
επίθ. τού Διονύσου
3. (στον δυϊκό αριθ.) «τὼ θεσμοφόρω» — η Δήμητρα και η Περσεφόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, ανθο-φόρος, δασμο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεσμοφόρος — law giving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρον — θεσμοφόρος law giving masc/fem acc sg θεσμοφόρος law giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρω — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut nom/voc/acc dual θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρε — θεσμοφόρος law giving masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροι — θεσμοφόρος law giving masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροιν — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροιο — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροις — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρου — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρους — θεσμοφόρος law giving masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”