- θεσμοφόρος
- -ο (ΑΜ θεσμοφόρος, -ον)αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτηςαρχ.1. (το θηλ. ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια τής γης, τον καταρτισμό τής κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ.2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόροςεπίθ. τού Διονύσου3. (στον δυϊκό αριθ.) «τὼ θεσμοφόρω» — η Δήμητρα και η Περσεφόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, ανθο-φόρος, δασμο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.